Οι ανήλικοι παραβάτες μπορούν να ονειρεύονται;
Φωτεινή Α. Μηλιώνη, εγκληματολόγος, ειδ. Επιστήμων Νομικής Σχολής Αθηνών

Ανήλικοι πίσω από τα κάγκελα: βασικές έννοιες και αριθμοί
Βασίλης Παπαστεργίου, δικηγόρος, μέλος της Πρωτοβουλίας για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων

Στατιστικά στοιχεία για κρατούμενους στις ελληνικές φυλακές

Το προφίλ του ανήλικου κρατούμενου μέσα και έξω από τη φυλακή
Βασίλης Καρύδης, Αν. Καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Εξωιδρυματικά μέτρα: Πέντε χρόνια μετά την αναμόρφωση της νομοθεσίας
Ματίνα Πούλου, δικηγόρος, Ειδική Επιστήμονας στο Συνήγορο του Πολίτη

Συμβουλευτική και ολοκληρωμένες παρεμβάσεις στους χώρους κράτησης νέων
Πάρη Ζαγούρα, νομικός-εγκληματολόγος

Της Φωτεινής Α. Μηλιώνη

Η προβληματική για την κράτηση των νεαρών παραβατών έχει επανειλημμένα απασχολήσει τόσο την επιστημονική κοινότητα όσο την κοινή γνώμη. Η πρώτη επαναληπτική έρευνα για τα ελληνικά δεδομένα, η οποία πραγματοποιήθηκε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και κατέγραψε την πορεία ζωής, μετά τη φυλακή και σε χρονικό άνοιγμα πενταετίας, των ανηλίκων οι οποίοι είχαν υπάρξει κρατούμενοι το έτος 1993 στα τότε Σωφρονιστικά Καταστήματα Ανηλίκων της χώρας -Κορυδαλλού και Κασσαβέτειας- και αξιολογούσε δευτερευόντως την επίδραση της ιδρυματικής εμπειρίας και τις παραμέτρους οργάνωσης των συνθηκών μετασωφρονιστικής αποκατάστασης, έδειξε (1) ότι μόλις ένας στους πέντε ανηλίκους που ερευνήθηκαν δεν οδηγήθηκε ποτέ και πάλι στις φυλακές, ούτε και του επιβλήθηκε νέα ποινή.

Εξαιρετικά ανησυχητικό εμφανίζεται ότι οι περισσότεροι ανήλικοι κατά τη διάρκεια της κράτησής τους είναι πλήρως ιδρυματοποιημένοι και μάλλον παραιτημένοι από την επιθυμία για μετάβαση στην κοινωνική ζωή. Όσοι ανήλικοι συμμετείχαν στην έρευνα ήταν πολυυπότροποι και με αξιόποινες παραβάσεις μικρής, σχετικά, σημασίας όπως κλοπές.

Ειδικότερα, οι νεαροί ερωτηθέντες της επαναληπτικής έρευνας είχαν νέες καταδικαστικές αποφάσεις κυρίως για τα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου και μάλιστα κατά της ιδιοκτησίας (λη­στεία 42%, κλοπές 32%) και, μεμονωμένα, εγκλήματα κατά της ζωής (ανθρω­ποκτονία 4%), εγκλήματα κοινού κίνδυνου (εμπρησμός κ.λπ. 4%) αλλά και παραβάσεις ειδικών ποινικών νόμων, και κυρίως του νόμου 1729/87 περί ναρκωτικών (προμήθεια και κατοχή ναρκωτικών ουσιών 12%, χρήση ναρ­κωτικών ουσιών 6%, πώληση ναρκωτικών ουσιών και διαμεσολάβηση 2%) καθώς και παράβαση του νόμου 2168/93 περί όπλων (οπλοφορία 6%, οπλοχρησία 2%).

Ενδεικτικό των δυσκολιών επανένταξης αλλά και των καταγραφών για τη μελλοντική ζωή που επιφυλάσσει για τον ανήλικο η εμπειρία της κράτησής του σε ένα περιβάλλον με ιδρυματικούς όρους είναι το γεγονός ότι η πλειονότητα των ανηλίκων που ερωτήθηκαν είχε τελέσει το έγκλημα για το οποίο κατηγορήθηκε κατ’ εξακολούθηση (40%) και, επίσης, κατ΄ επάγγελμα (26%).

Τα παραπάνω δεδομένα πλαισιώνουν και τεκμηριώνουν με επιστημονικά εργαλεία την αυτονόητη ελληνική σωφρονιστική πραγματικότητα, η οποία συντίθεται από δύο κυρίως συστατικά στοιχεία: τη συνεχή επανατροφοδότηση και την επαναλαμβανόμενη ανακύκλυση του πληθυσμού των φυλακών. Μάλιστα, τα ερευνητικά δεδομένα έδειξαν ότι σε ένα διάστημα μίας πενταετίας, σχεδόν όλοι οι ερωτηθέντες οι οποίοι είναι έως 25 ετών και είχαν βρεθεί «έγκλειστοι» στην επαναληπτική έρευνα, είχαν κρατηθεί τουλάχιστον 2 φορές (με μέση διάρκεια εγκλεισμού από 22 έως 52 μήνες) αναδεικνύοντας την εξώφθαλμη αδυναμία του σωφρονιστικού συστήματος να αναστείλει την υποτροπή των νεαρών κρατουμένων παραβατών. Οι αποφυλακισμένοι υποτροπούν στην ίδια μορφή παραβατικής συμπεριφοράς, κυρίως προκειμένου να επιβιώσουν, με σαφείς ενδείξεις βελτίωσης των τεχνικών της παρανομίας, έτσι ώστε τα καταστήματα κράτησης – ιδρύματα συγκράτησης των νέων από παράνομες πράξεις- να έχουν αναβαθμιστεί σε σχολεία διαφόρων βαθμίδων εκμάθησης και βελτίωσης των τεχνικών του εγκλήματος.

Η κατάσταση για τη χρονική περίοδο «μετά τη φυλακή» δε διαγράφεται καλύτερη. Τα ναρκωτικά, το στίγμα του αποφυλακισμένου, η έλλειψη υποστηρικτικού περιβάλλοντος, τα προβλήματα στέγης αλλά και τα χαμηλά επαγγελματικά εφόδια αποτελούν μερικούς μόνον παράγοντες αποθάρρυνσης των νεαρών.

Ανάλογη διαγράφεται και η εμπειρία των ανηλίκων νεαρών στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν μία θέση στην αγορά εργασίας. «Πε­ρίμενε, έλα την άλλη βδομάδα, δε σε χρειαζόμαστε» είναι οι συχνότερες απαντήσεις που εισπράττουν οι νεαροί των οποίων το ποσοστό ανεργίας αγγίζει το 28,3% και που εκτός των άλλων αντιμετωπίζουν την πρόωρη εγκατάλειψη του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος, τις χαμηλές δεξιότητες, την ελλιπή επαγγελματική κατάρτιση.

Καλείται, λοιπόν, η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα να επανεκτιμήσει το ρόλο θεσμών οι οποίοι ήδη από την προηγούμενη δεκαετία αποδείχθηκαν χαμηλών προσδοκιών και μικρής ανταποκρισιμότητας στη διαχείριση κοινωνικών προβλημάτων, όπως η παραβατικότητα των ανηλίκων.

(1) Το δείγμα της επαναληπτικής έρευνας απετέλεσαν οι 103 από τους 156 ανήλικους που είχαν εξετασθεί στις Φυλακές Ανηλί­κων το 1993.

Η Φωτεινή Α. Μηλιώνη είναι εγκληματολόγος, ειδ. επιστήμων της Νομικής Σχολής Αθηνών

Του Βασίλη Παπαστεργίου

Ποιο είναι το νομικό πλαίσιο;

Η ποινική μεταχείριση των ανηλίκων ρυθμίζεται από ειδικές διατάξεις, ουσιαστικές και δικονομικές, που βρίσκονται διάσπαρτες στον ποινικό κώδικα και στον κώδικα ποινικής δικονομίας. Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν τρεις ηλικιακές κατηγορίες που αντιστοιχούν σε διαφοροποιημένη ποινική μεταχείριση του ανηλίκου. Τα παιδιά ηλικίας από 0 έως 8 ετών δεν υπόκεινται σε καμία απολύτως ποινική μεταχείριση. Οι ανήλικοι ηλικίας από 8 έως 13 ετών θεωρούνται ποινικά ανεύθυνοι με την έννοια ότι, όπως προβλέπει ο ποινικός κώδικας, «η αξιόποινη πράξη δεν καταλογίζεται σε αυτούς». Η πρακτική απόρροια της αντιμετώπισης αυτής είναι ότι οι ανήλικοι από 8 έως 13 δεν είναι δυνατό να φυλακιστούν αλλά σε βάρος τους μπορούν να επιβληθούν μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα. Τέλος, στους ανήλικους από 13 έως 18 ετών είναι δυνατό να επιβληθεί η ποινή του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, πρακτικά δηλαδή της φυλάκισής τους σε φυλακή ανηλίκων.

Η τελευταία νομοθετική παρέμβαση στο χώρο του ποινικού δίκαιου ανηλίκων έγινε με το νόμο 3189/2003. Ο νόμος αυτός αποτελεί το βασικό «νομικό πλαίσιο» για την αντιμετώπιση της ανήλικης παραβατικότητας. Σύμφωνα με αυτόν, αυξήθηκε το όριο της ανηλικότητας στα 18 χρόνια (προηγουμένως ήταν τα 17) και το όριο της ποινικής ανευθυνότητας στα 13 χρόνια (πριν ήταν τα 12). Ο νόμος εισήγαγε μια σειρά από νέα αναμορφωτικά μέτρα, όπως η διαμεσολάβηση μεταξύ θύματος και ανήλικου θύτη, η αποζημίωση του θύματος, η παροχή κοινωφελούς εργασίας, η παρακολούθηση προγραμμάτων κυκλοφοριακής αγωγής για τους παραβάτες του ΚΟΚ κ.ά. Τέλος, κατάργησε την απαράδεκτη ρύθμιση περί δυνατότητας επιβολής ποινικού σωφρονισμού αόριστης διάρκειας.

Ποιες είναι οι φυλακές ανηλίκων;

Η Ελλάδα διαθέτει έξι ειδικά καταστήματα και τμήματα κράτησης νέων: το Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα, το Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Βόλου, το Αγροτικό Σωφρονιστικό Κατάστημα Ανηλίκων Κασσαβέτειας, το Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Κασσαβέτειας, το Τμήμα Κράτησης Νέων στη Δικαστική Φυλακή Θεσσαλονίκης και το Τμήμα Κράτησης Νέων (κοριτσιών) στην Κεντρική Φυλακή Γυναικών Κορυδαλλού.

Υπάρχει επίσης το Ίδρυμα Αγωγής Ανηλίκων Αρρένων Βόλου, μια μορφή επιβίωσης του παλαιού «αναμορφωτήριου», καθώς τύποις δεν αποτελεί χώρο κράτησης αλλά τόπο εκτέλεσης του αντίστοιχου αναμορφωτικού μέτρου.

Ποιος ο πληθυσμός των φυλακών;

Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης (στοιχεία της 2/5/2008), ο πληθυσμός των φυλακών ανηλίκων (σωφρονιστικά και θεραπευτικά καταστήματα και ιδρύματα αρωγής) ανέρχεται αυτή τη στιγμή σε 438 άτομα. Από αυτούς οι 329 κρατούνται στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει τόσο τους ανήλικους όσο και τους «μετέφηβους», δηλαδή νέους ηλικίας έως 21 ετών. Οι ανήλικοι κρατούμενοι (κάτω των 18 ετών) είναι 60.

Για να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να δεχθούμε ότι ο αριθμός των κρατουμένων ανήλικων αποτελεί μια θετική εξαίρεση στον υπερπληθυσμό των ελληνικών φυλακών. Είναι προφανές ότι τα δικαστήρια ανηλίκων αντιμετωπίζουν την ποινή του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα ως ένα είδος έσχατου μέσου και δεν κάνουν κατάχρηση της δυνατότητας επιβολής της ποινής αυτής. Από την άλλη πλευρά, η κοινωνική γεωγραφία των κρατουμένων αποκαλύπτει μια μεροληψία σε βάρος των αλλοδαπών και γενικότερα των ανήλικων που προέρχονται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Συγκεκριμένα, από τους 329 κρατούμενους των φυλακών του Αυλώνα, οι 219 είναι αλλοδαποί. Το ποσοστό είναι 66,5% και οπωσδήποτε δε δικαιολογείται από την αναλογία των αλλοδαπών στο γενικό πληθυσμό. Αντίστοιχα 73% είναι το ποσοστό των αλλοδαπών μεταξύ των υπόδικων ανήλικων κρατούμενων. Καθίσταται προφανές ότι η ποινή του ποινικού σωφρονισμού επιβάλλεται σε ένα βαθμό στους ανήλικους αλλοδαπούς όχι μόνο για αυτό που έπραξαν αλλά και για αυτό που είναι.

Ανήλικοι σε κρατητήρια – ανήλικοι υπό απέλαση

Μία σημαντική κατηγορία ανήλικων κρατουμένων είναι εκείνοι που δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ποινικού δικαίου, αλλά του δικαίου αλλοδαπών. Μιλάμε για εκείνους του ανήλικους που –αλλοδαποί όντες- συλλαμβάνονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν.3386/05 περί παράνομης εισόδου και παραμονής αλλοδαπών και στη συνέχεια κρατούνται προς απέλαση κατ’ εφαρμογή των σχετικών διοικητικών αποφάσεων. Δεν είναι εύκολο να έχουμε αριθμό των ανήλικων κρατούμενων υπό το παραπάνω καθεστώς λόγω της ρευστότητας του αριθμού των υπό απέλαση διοικητικά κρατουμένων.

Η κράτηση ανήλικων χωρίς δικαστική απόφαση αποτελεί σημαντική απόκλιση από τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που η Ελλάδα έχει κυρώσει με το νόμο 2101/1992. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 37 εδ. β΄ της Σύμβασης, «… η σύλληψη, κράτηση ή φυλάκιση ενός παιδιού πρέπει να είναι σύμφωνη με το νόμο, να μην αποτελεί παρά ένα έσχατο μέτρο και να είναι της μικρότερης δυνατής χρονικής διάρκειας». Εν προκειμένω, η κράτηση του ανηλίκου ενόψει της απέλασής του είναι προφανές ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έσχατο αλλά ως πρώτο –και εύκολο– μέτρο, καθώς ο υπό απέλαση ανήλικος δεν έχει διαπράξει καμία άλλη αξιόποινη πράξη πέραν της παράνομης εισόδου και παραμονής στη χώρα, για την οποία συνήθως ο ίδιος δεν ευθύνεται. Η πρακτική αυτή εκθέτει τη χώρα μας, που θα όφειλε, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη σε συνδυασμό με το άρθρο 6 του ελληνικού Συντάγματος, να λαμβάνει όλα τα αναγκαία εναλλακτικά μέτρα προς αποφυγή της κράτησης του ανηλίκου. Η παραβίαση των δικαιωμάτων των ανηλίκων εν προκειμένω εντείνεται από τις γνωστές συνθήκες κράτησης που επικρατούν στα κρατητήρια των αστυνομικών τμημάτων και της διεύθυνσης αλλοδαπών.

Αντίστοιχο προς το παραπάνω είναι και το ζήτημα της απέλασης ασυνόδευτων ανηλίκων, δηλαδή  των ανηλίκων οι οποίοι βρίσκονται στην Ελλάδα και δεν τυγχάνουν προστασίας από κανέναν ενήλικο που είναι νομικά υπεύθυνος για αυτούς. Η Ελλάδα πραγματοποιεί τέτοιες απελάσεις παρά το γεγονός ότι θα όφειλε με βάση τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού να παρέχει ειδική προστασία και βοήθεια στους ασυνόδευτους ανήλικους.

Που αλλού πάσχει η κρατική πολιτική;

Το κράτος έχει εγκαταλείψει το θεσμό των επιμελητών ανηλίκων. Στην Αθήνα το 2006 υπήρχαν μόνο 17 επιμελητές ανηλίκων (η πρόβλεψη είναι για 34 οργανικές θέσεις), που ασκούσαν την επιμέλεια 245 ανηλίκων. Το δυναμικό της υπηρεσίας επιμελητών ανηλίκων στη Θεσσαλονίκη έχει επίσης σοβαρές ελλείψεις, αφού 7 άτομα καλούνται να ασχοληθούν με 60 ή 70 υποθέσεις κάθε εβδομάδα. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση στην περιφέρεια, είναι δε χαρακτηριστικό ότι 14 δικαστήρια ανηλίκων της χώρας (σε πρωτεύουσες νομών) παραμένουν χωρίς επιμελητή ανηλίκων.

Επίσης, ενώ υπάρχουν οι διατάξεις που προβλέπουν θεσμούς εξω-ιδρυματικής πρόληψης και αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας (κοινωφελής εργασία, ημιελεύθερη διαβίωση), στην πραγματικότητα οι ρυθμίσεις αυτές παραμένουν ανεφάρμοστες. Η εφαρμογή αυτών των εναλλακτικών μορφών ποινικής μεταχείρισης θα μείωνε τις –κατά κοινή πείρα- καταστρεπτικές συνέπειες του εγκλεισμού στην προσωπικότητα του ανήλικου. Από αυτή τη σκοπιά, το αίτημα για την κατάργηση των φυλακών ανηλίκων γίνεται ακόμα περισσότερο επίκαιρο.

Ο Βασίλης Παπαστεργίου είναι δικηγόρος, μέλος της Πρωτοβουλίας για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων.

Του Βασίλη Καρύδη

Το πορτρέτο του ανήλικου κρατούμενου στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα (Φυλακή Ανηλίκων), συγκροτείται από άτομα χαμηλού (επιπέδου Δημοτικού) μορφωτικού επιπέδου και χαμηλής κοινωνικοοικονομικής προέλευσης. Η συντριπτική πλειοψηφία των γονέων αυτών των παιδιών είναι είτε αγράμματοι, είτε στην καλύτερη περίπτωση απόφοιτοι του Δημοτικού. Σε ποσοστό 40% είναι αλλοδαποί.

Κατόπιν τούτου, δεν εκπλήσσει η άποψη εκπαιδευτικού στο ειδικό σχολείο που λειτουργεί στη φυλακή, ότι «θα έπρεπε να κωδικοποιηθούν και να μεθοδευτούν ως μάθημα που να διδάσκεται, γνώσεις τις οποίες τα παιδιά δεν έχουν αποκτήσει. Για παράδειγμα να μάθουν να βάζουν όρια. Ότι την ώρα του μαθήματος δεν πάμε τουαλέτα χωρίς άδεια και αλόγιστα, ότι δεν πεταγόμαστε μέχρι το καρτοτηλέφωνο να πάρουμε τους φίλους μας, και τέτοια ανάλογα. Πώς χρησιμοποιούμε τους γιατρούς, πώς πλενόμαστε, πώς μαγειρεύουμε πολύ απλά φαγητά, ποια ρούχα φοράμε το χειμώνα και ποια το καλοκαίρι, ότι οι παντόφλες είναι για μέσα και τα παπούτσια για έξω…»

Προκύπτει κατά συνέπεια το ερώτημα εάν η συζήτηση για την κοινωνική επανένταξη αυτών των εφήβων (ή μετεφήβων) είναι νοητή, στο βαθμό που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι έχει υπάρξει προηγούμενη «ένταξη». Τι είδους επαν-ένταξη εννοούμε; Το 45% αυτών των παιδιών είναι ήδη υπότροποι, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία τροφοδοτεί στη συνέχεια τον πληθυσμό των ενήλικων πλέον κρατουμένων. Κλασικό χαρακτηριστικό είναι η εγκατάλειψη του σχολείου και σε μεγάλο ποσοστό η εμπλοκή με ψυχοενεργές ουσίες πριν τον εγκλεισμό ή για μερικούς μετά τον εγκλεισμό.

Όπως σε όλα τα καταστήματα κράτησης, και η φυλακή ανηλίκων συγκροτεί τη δική της «μικρο-κοινωνία», ένα ιδιότυπο κοινωνικό σύστημα των εγκλείστων, με ιεραρχικές κλίμακες και κώδικες συμπεριφοράς, αξιών και  κυρώσεων. Η προσαρμογή σε ένα υποπολιτισμικό σύστημα αποτελεί όρο επιβίωσης. Σύμφωνα με μία πρόσφατη έρευνα, το 90% των ανήλικων κρατουμένων χρησιμοποιούν την «αργκό» της φυλακής, μάλιστα περίπου 85% απαντάει θετικά στην ερώτηση εάν από την ημέρα που μπήκατε στη φυλακή μέχρι σήμερα έχετε μάθει καινούριες λέξεις και φράσεις της «αργκό». Συχνά, βεβαίως, η ένταξη στον υποπολιτισμό έχει συντελεστεί πριν από τον εγκλεισμό, στις αφύσικες όμως συνθήκες της φυλακής εμπεδώνεται, εσωτερικεύεται πλήρως και αναπαράγεται.

Ο εγκλεισμός δεν σημαίνει απλώς περιορισμό της ελευθερίας κίνησης, όπως ορίζει ο Σωφρονιστικός Κώδικας. Συνεπάγεται σωρευτικά δεινά, όπως τον αποκλεισμό από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, την στέρηση αυτονόητων υλικών αγαθών και υπηρεσιών, την απουσία ετεροφυλικών σχέσεων, την απώλεια κάθε αυτονομίας και την αίσθηση έντονης ανασφάλειας.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν αυτή η αναπόδραστη κατάσταση εξυπηρετεί τους ρητορικούς στόχους που νομιμοποιούν τον εγκλεισμό ανηλίκων, ή αντίθετα δημιουργεί οξύτερο κοινωνικό πρόβλημα, και ένα φαύλο κύκλο μεγαλύτερης παραβατικότητας και εντονότερης καταστολής. Σε τελευταία ανάλυση, υπάρχει η πραγματική βούληση για την ουσιαστική κοινωνική παρέμβαση στη ρίζα των προβλημάτων ή το σύστημα βολεύεται με μία «χωματερή» για τους ανήλικους παραβάτες; Και όταν αναφέρω «σύστημα» εννοώ φυσικά την πολιτική ηγεσία και το σύστημα δημόσιας διοίκησης, αλλά και τον κάθε «ευυπόληπτο» πολίτη που το φυσικό και συμβολικό τείχος της φυλακής επιβεβαιώνει τη δική του αυτάρεσκη – συχνά υποκριτική- ταυτότητα και ρόλο.

Το λεγόμενο σύστημα σωφρονισμού των ανηλίκων παραβατών έχει αποτύχει με τρόπο παταγώδη και κραυγαλέο. Αυτή πρέπει να είναι η βασική παραδοχή για τις όποιες εν συνεχεία μεταρρυθμιστικές προτάσεις. Όπως και η άλλη βασική παραδοχή, ότι ο εγκλεισμός ενός ανηλίκου αποτελεί την τελική πράξη ενός «συνεχούς» (continuum) κοινωνικού αποκλεισμού και το σύμπτωμα μίας πολύ προγενέστερης ρήξης μεταξύ δράστη και κοινωνίας. Το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό για να αφεθεί στους «ειδικούς» ή στους «πολιτικούς».

Ο Βασίλης Καρύδης είναι Αν. Καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

Της Ματίνας Πούλου

Έχουν ήδη περάσει περίπου πέντε αιώνες από την απαγκίστρωση από την κυριαρχία της θανατικής ποινής (1) και την ίδρυση των πρώτων φυλακών, που οδήγησαν στη σταδιακή ένταξη της στέρηση της ελευθερίας στον κατάλογο των ποινικών κυρώσεων. Αν και οι κυρώσεις αυτές βρίσκονται στην προμετωπίδα του ποινικού μας οπλοστασίου για την αντιμετώπιση του εγκλήματος, τα τελευταία χρόνια η δικαιοπολιτική προσφορότητά τους δεν είναι αναντίρρητη.

Ειδικά για τους ανήλικους παραβάτες, η αναγκαιότητα μιας διαφοροποιημένης μεταχείρισης από τους ενήλικους εγκληματίες εμφανίζεται ήδη από το 1889 με τη Γερμανική Θετική Σχολή (2). Σήμερα, η ποινική αντιμετώπιση των πρώτων διαπνέεται μεν από στοιχεία πρόνοιας και αρωγής, αλλά κυρίαρχα παραμένουν τα στοιχεία του ποινικού δικαίου, με αποτέλεσμα ως κυριότερη μορφή κύρωσης να θεωρείται η στέρηση της ελευθερίας είτε με την επιβολή του αναμορφωτικού μέτρου της εισαγωγής σε Ίδρυμα Αγωγής είτε με την παραπομπή σε σωφρονιστικό κατάστημα.

Τα νέα εναλλακτικά μέτρα

Πρόσφατα, με το νόμο 3189/03 «περί αναμόρφωσης της ποινικής νομοθεσίας των ανηλίκων και άλλες διατάξεις», τα παραπάνω μέτρα εμπλουτίστηκαν με τη θέσπιση νέων εξωιδρυματικών. Αναφέρω επιγραμματικά τη συνδιαλλαγή μεταξύ ανήλικου δράστη και θύματος για την έκφραση συγγνώμης και την εν γένει εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης, την αποζημίωση του θύματος ή την κατ’ άλλο τρόπο άρση ή μείωση των συνεπειών της πράξης από τον ανήλικο, την παροχή κοινωφελούς εργασίας, την παρακολούθηση κοινωνικών και ψυχολογικών προγραμμάτων, τη φοίτηση του ανηλίκου σε επαγγελματικές ή άλλης εκπαίδευσης ή κατάρτισης σχολές, την παρακολούθηση ειδικών προγραμμάτων κυκλοφοριακής αγωγής, την εντατική ανάθεση της επιμέλειας στους επιμελητές ανηλίκων.

Επίσης, για τους ανηλίκους που πάσχουν από ψυχική ασθένεια, τελούν σε νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών, είναι εξαρτημένοι από εξαρτησιογόνες ουσίες ή, τέλος, εμφανίζουν ανώμαλη καθυστέρηση στην πνευματική και την ηθική τους ανάπτυξη, επιβάλλονται θεραπευτικά μέτρα, όπως η παραπομπή σε θεραπευτικό κατάστημα και για πρώτη φορά και παρακολούθηση συμβουλευτικού θεραπευτικού προγράμματος.

Από τη θέσπιση στην εφαρμογή

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το θεσμικό στίγμα της μεταχείρισης του ανήλικου παραβάτη μέσα από τα νέα μέτρα αποτυπώνεται στην παραδοχή ότι η παραβατικότητα είναι κατά βάση κοινωνικό πρόβλημα και επομένως η εμπλοκή της κοινότητας στην αντιμετώπισή της είναι εξαιρετικής σημασίας. Έτσι, τα νέα αυτά, υποστηρικτικά της προσωπικότητας του δράστη, αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα, τουλάχιστον ως προς τη διακήρυξή τους φαίνεται να κινούνται στην οπτική της ενίσχυσης του αυτοσεβασμού του ανηλίκου, μέσα από το σεβασμό των δικαιωμάτων τόσο του ίδιου όσο και των συνανθρώπων του, ιδίως του θύματος.

Από την άλλη όμως πλευρά, είναι ευρύτερα γνωστό ότι, πέρα από το διακηρυγμένο σκοπό, η αληθινή φύση κάθε μέτρου, ειδικότερα όταν εξαγγέλλεται ως παιδαγωγικό ή θεραπευτικό, δεν μπορεί παρά να διέλθει και από την εξέταση των μέσων με τα οποία ο σκοπός υλοποιείται, αφού ούτως ή άλλως η πράξη είναι το πεδίο ελέγχου των καλύτερων προθέσεων. Εξάλλου, η ψήφιση και η θέση σε ισχύ ενός νόμου από μόνη της δεν επιφέρει τα ποθητά αποτελέσματα αναφορικά με την ενδεδειγμένη μεταχείριση της παραβατικότητας των ανηλίκων. Είναι εξαιρετικά εύστοχη η παρατήρηση (3) ότι «οι νομοθετικοί κανόνες από μόνοι τους δεν είναι σε θέση ούτε να αλλάξουν παγιωμένες αντιλήψεις ούτε να βελτιώσουν την ικανότητα διαπαιδαγώγησης των νέων για ένα απαλλαγμένο από εγκληματικές πράξεις βίο».

Ο απολογισμός της πενταετούς εφαρμογής

Δυστυχώς μέχρι σήμερα η εφαρμογή των εξωιδρυματικών μέτρων είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Τι φταίει αλήθεια που 5 χρόνια μετά από την ψήφιση του νόμου σε ελάχιστες περιπτώσεις έχουν εφαρμοστεί τα νέα μέτρα. Είναι προφανές ότι μία συνολική πρόταση για τον καθορισμό των ελάχιστων προϋποθέσεων, που απαιτούνται για την υλοποίηση των συγκεκριμένων μέτρων, απαιτεί ενδελεχή έρευνα και ενασχόληση με το θέμα, που εκφεύγει των ορίων του παρόντος σχολίου. Ωστόσο, σε αυτό που με ασφάλεια μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι είναι ότι δεν αρκούν οι νομοθετικές προβλέψεις, αλλά είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν ή και να εξοπλιστούν αντίστοιχοι θεσμοί και υπηρεσίες και τούτο σημαίνει ότι μια τέτοια δράση εγγράφεται στις κεντρικές προτεραιότητες του κράτους. Για κάτι τέτοιο πολύ περισσότερο χρειάζεται η κινητοποίηση όλων των επαγγελματιών που εργάζονται στο πεδίο απονομής δικαιοσύνης σε ανηλίκους, με κυρίαρχη απαίτησή τους η πολιτεία να διαθέσει επιτέλους τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους.

(1) Επί λέξει Ν. Κουράκης, Ποινική Καταστολή, 1985, σελ. 104

(2) Βλ. αναλυτικά Κουράκης, ό.π. 202

(3) Έτσι Α. Πιτσελά, Η ποινική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων, 2004, σελ. 7

Η Ματίνα Πούλου είναι δικηγόρος, Ειδική Επιστήμονας στο Συνήγορο του Πολίτη.

Της Πάρη Ζαγούρα

Η έως σήμερα αποτίμηση της κατάστασης στα Ειδικά Καταστήματα Κράτησης Νέων στην Ελλάδα καταδεικνύει χαμηλό επίπεδο ένταξης των συμβουλευτικών διαδικασιών κυρίως όσον αφορά σε ολοκληρωμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις σε χρήστες ουσιών καθώς και στην υποδομή και στη μόνιμη στελέχωση διαρκούς εκπαιδευτικής και επαγγελματικής συμβουλευτικής. Οι παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται, αν και αξιοσημείωτες, στοχεύουν κυρίως στη δημιουργική απασχόληση και στη διαχείριση χρόνου κατά την περίοδο κράτησης και στη συμπληρωματική εκπαίδευση και αδυνατούν να υποστηρίξουν ένα ολοκληρωμένο ατομικό σχέδιο ζωής για τον ανήλικο που πρόκειται να αποφυλακισθεί. Η εφαρμογή ολοκληρωμένων παρεμβάσεων εξαρτάται εν πολλοίς από παράγοντες που αφορούν σε εσωτερικές διευθετήσεις, λειτουργία και στελέχωση των καταστημάτων.

Ερμηνεία των διατάξεων

Πώς η διοίκηση του καταστήματος ερμηνεύει τις διατάξεις που θεσμοθετούν τέτοιες διαδικασίες; Τούτο έχει προφανώς αντίκρισμα στην έκταση και τον τρόπο εφαρμογής των δικαιωμάτων και διαδικασιών και ελλοχεύει ο κίνδυνος να καταστούν ανενεργά ή να πληρωθούν σε τυπικό μόνο επίπεδο. Η πραγμάτωση των διαδικασιών συνδέεται συχνά στη νομοθεσία με προϋποθέσεις, όρους και στοιχεία που παραπέμπουν σε αξιολογικές κρίσεις και υποκειμενικά κριτήρια ή σε επιλογές και προτεραιότητες που η διοίκηση καλείται να ενεργήσει. Τέτοια στοιχεία βρίσκει κανείς στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας Ειδικών Καταστημάτων Κράτησης όπως, ενδεικτικά, ότι α) τα προγράμματα δημιουργούνται «εφόσον υπάρχει ανάγκη»: σε ποιον ανήκει η αρμοδιότητα διαπίστωσης της ανάγκης και πώς εξειδικεύεται ποιοτικά και ποσοτικά; β) τα υποστηρικτικά, εκπαιδευτικά κ.λπ. προγράμματα διεξάγονται «σε ειδικούς χώρους του καταστήματος που έχουν διαμορφωθεί για το σκοπό αυτό» και «σε κάθε περίπτωση διατίθεται τουλάχιστον ένας φύλακας για τη συνοδεία και την επίβλεψη των κρατουμένων»: συνιστά η έλλειψη των προϋποθέσεων αυτών επαρκή λόγο για τη μη πραγματοποίηση των προγραμμάτων και σε ποιον ανήκει η αρμοδιότητα να επιλέξει την κατανομή χώρων και ανθρώπινου δυναμικού;

Μέσα υλοποίησης και ανθρώπινο δυναμικό

Η παροχή των ψυχοκοινωνικών υπηρεσιών στο κατάστημα ανατίθεται στο ειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό και στην κοινωνική υπηρεσία. Τούτο είναι θετικό για την ανάπτυξη της συμβουλευτικής καθώς την αποχωρίζει, θεωρητικά και όσο αυτό είναι δυνατό, από τομείς που διαχειρίζονται την ασφάλεια και τη φύλαξη ή και από την κεντρική γραφειοκρατία του καταστήματος. Ωστόσο, διάφοροι παράγοντες μπορεί συνδυασμένα να αποδυναμώσουν το πλεονέκτημα αυτό:

α) Ζητήματα ανταγωνισμού και αμφισβήτησης ανάμεσα στους επιμέρους τομείς της διοίκησης του καταστήματος προκύπτουν μοιραία καθώς οι ειδικοί σκοποί που αυτοί υπηρετούν συχνά συγκρούονται (φύλαξη versus ψυχοκοινωνική υποστήριξη).

β) Η έλλειψη και οι αργοί ρυθμοί στελέχωσης των καταστημάτων με ειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό και η απουσία υλικοτεχνικής υποδομής για την ανάπτυξη των σχετικών δράσεων έχουν ως αποτέλεσμα η ψυχοκοινωνική στήριξη να παρέχεται συνοπτικά και διαχειριστικά και η ενέργεια των υπηρεσιών να εξαντλείται σε διοικητικά και γραφειοκρατικά καθήκοντα παρά την αντίθετη βούληση των επαγγελματιών που υποστηρίζουν τις εν λόγω υπηρεσίες των καταστημάτων.

Είναι αυτονόητη η ανάγκη εκπόνησης ολοκληρωμένων παρεμβάσεων στα καταστήματα κράτησης αλλά και στην κοινότητα για την κοινωνική και εργασιακή ενσωμάτωση των νεαρών κρατουμένων.

Η Πάρη Ζαγούρα είναι νομικός-εγκληματολόγος.